Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
προσδιαβάλλω
προσδιαγράφω
προσδιαιρετέον
προσδιαιρέω
View word page
προσδέχομαι
to receive favourably, accept
ShortDef
to receive favourably, accept
Debugging
Headword:
προσδέχομαι
Headword (normalized):
προσδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδεχομαι
IDX:
75054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75055
Key:
Data
{'content': 'to receive favourably, accept'}