Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
προσδημαγωγέω
View word page
πρόσδεσις
tying on
ShortDef
tying on
Debugging
Headword:
πρόσδεσις
Headword (normalized):
πρόσδεσις
Headword (normalized/stripped):
προσδεσις
IDX:
75050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75051
Key:
Data
{'content': 'tying on'}