Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
προσδηλέομαι
προσδηλόω
View word page
προσδέρκομαι
to look at, behold

ShortDef

to look at, behold

Debugging

Headword:
προσδέρκομαι
Headword (normalized):
προσδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδερκομαι
IDX:
75049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75050
Key:

Data

{'content': 'to look at, behold'}