Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
προσδέω2
View word page
πρόσδενδρος
attached to trees

ShortDef

attached to trees

Debugging

Headword:
πρόσδενδρος
Headword (normalized):
πρόσδενδρος
Headword (normalized/stripped):
προσδενδρος
IDX:
75047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75048
Key:

Data

{'content': 'attached to trees'}