Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
πρόσδετος
προσδέχομαι
προσδεχομένως
προσδέω
View word page
προσδεκτός
acceptable
ShortDef
acceptable
Debugging
Headword:
προσδεκτός
Headword (normalized):
προσδεκτός
Headword (normalized/stripped):
προσδεκτος
IDX:
75046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75047
Key:
Data
{'content': 'acceptable'}