Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
πρόσδεσις
προσδεσμεύω
προσδετέον
View word page
προσδείδω
fear besides

ShortDef

fear besides

Debugging

Headword:
προσδείδω
Headword (normalized):
προσδείδω
Headword (normalized/stripped):
προσδειδω
IDX:
75042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75043
Key:

Data

{'content': 'fear besides'}