Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
πρόσδενδρος
πρόσδεξις
προσδέρκομαι
View word page
προσδεδοκημένως
as expected

ShortDef

as expected

Debugging

Headword:
προσδεδοκημένως
Headword (normalized):
προσδεδοκημένως
Headword (normalized/stripped):
προσδεδοκημενως
IDX:
75039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75040
Key:

Data

{'content': 'as expected'}