Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
προσδεκτός
View word page
προσδατέομαι
assign

ShortDef

assign

Debugging

Headword:
προσδατέομαι
Headword (normalized):
προσδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσδατεομαι
IDX:
75036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75037
Key:

Data

{'content': 'assign'}