Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
προσδεκτέος
View word page
προσδαπανάω
to spend besides

ShortDef

to spend besides

Debugging

Headword:
προσδαπανάω
Headword (normalized):
προσδαπανάω
Headword (normalized/stripped):
προσδαπαναω
IDX:
75035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75036
Key:

Data

{'content': 'to spend besides'}