Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
προσδέησις
προσδείδω
προσδείκνυμι
προσδεικτέον
View word page
προσδανείζω
to lend besides

ShortDef

to lend besides

Debugging

Headword:
προσδανείζω
Headword (normalized):
προσδανείζω
Headword (normalized/stripped):
προσδανειζω
IDX:
75034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75035
Key:

Data

{'content': 'to lend besides'}