Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
προσδανείζω
προσδαπανάω
προσδατέομαι
προσδαψιλεύομαι
πρόσδεγμα
προσδεδοκημένως
προσδεής
View word page
πρόσγραφος
added to a list
ShortDef
added to a list
Debugging
Headword:
πρόσγραφος
Headword (normalized):
πρόσγραφος
Headword (normalized/stripped):
προσγραφος
IDX:
75030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75031
Key:
Data
{'content': 'added to a list'}