Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνηλειψία
ἀνηλιάζω
ἀνήλικος
ἀνήλιος
ἀνηλιποκαιβλεπέλαιος
ἀνήλιπος
ἀνήλυσις
ἀνήλωτος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνημερότης
ἀνημερόω
ἀνημέρωτος
ἀνήμυκτος
ἀνήνεμος
ἀνήνιος
ἀνήνιος2
ἀνήνοθε
ἀνήνοθεν
ἀνήνυστος
ἀνήνυτος
View word page
ἀνημερότης
wildness, savageness

ShortDef

wildness, savageness

Debugging

Headword:
ἀνημερότης
Headword (normalized):
ἀνημερότης
Headword (normalized/stripped):
ανημεροτης
IDX:
7502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7503
Key:

Data

{'content': 'wildness, savageness'}