Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
προσγυμναστής
View word page
προσγιγνώσκω
learn in addition

ShortDef

learn in addition

Debugging

Headword:
προσγιγνώσκω
Headword (normalized):
προσγιγνώσκω
Headword (normalized/stripped):
προσγιγνωσκω
IDX:
75023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75024
Key:

Data

{'content': 'learn in addition'}