Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
προσγραφή
πρόσγραφος
προσγράφω
προσγυμνάζω
View word page
προσγίγνομαι
to come in addition, to accrue, to support
ShortDef
to come in addition, to accrue, to support
Debugging
Headword:
προσγίγνομαι
Headword (normalized):
προσγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσγιγνομαι
IDX:
75022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75023
Key:
Data
{'content': 'to come in addition, to accrue, to support'}