Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
πρόσγονος
πρόσγραμμα
View word page
προσγελάω
to look laughing at

ShortDef

to look laughing at

Debugging

Headword:
προσγελάω
Headword (normalized):
προσγελάω
Headword (normalized/stripped):
προσγελαω
IDX:
75018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75019
Key:

Data

{'content': 'to look laughing at'}