Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
προσγιγνώσκω
προσγλισχραίνω
προσγλίχομαι
προσγομφόω
View word page
πρόσγειος
near the earth, near the ground

ShortDef

near the earth, near the ground

Debugging

Headword:
πρόσγειος
Headword (normalized):
πρόσγειος
Headword (normalized/stripped):
προσγειος
IDX:
75016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75017
Key:

Data

{'content': 'near the earth, near the ground'}