Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
προσγένημα
προσγενής
προσγέννησις
προσγίγνομαι
View word page
προσβοτανίζω
weed in addition

ShortDef

weed in addition

Debugging

Headword:
προσβοτανίζω
Headword (normalized):
προσβοτανίζω
Headword (normalized/stripped):
προσβοτανιζω
IDX:
75012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75013
Key:

Data

{'content': 'weed in addition'}