Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
προσγελάω
View word page
προσβοηθέω
to come to aid, come up with succour
ShortDef
to come to aid, come up with succour
Debugging
Headword:
προσβοηθέω
Headword (normalized):
προσβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προσβοηθεω
IDX:
75008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75009
Key:
Data
{'content': 'to come to aid, come up with succour'}