Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
προσβώμιος
πρόσγειος
προσγειτνιάω
View word page
προσβοήθεια
support, aid
ShortDef
support, aid
Debugging
Headword:
προσβοήθεια
Headword (normalized):
προσβοήθεια
Headword (normalized/stripped):
προσβοηθεια
IDX:
75007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75008
Key:
Data
{'content': 'support, aid'}