Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
προσβραχής
View word page
προσβλύζω
lap against
ShortDef
lap against
Debugging
Headword:
προσβλύζω
Headword (normalized):
προσβλύζω
Headword (normalized/stripped):
προσβλυζω
IDX:
75004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75005
Key:
Data
{'content': 'lap against'}