Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
πρόσβορρος
προσβοτανίζω
προσβράσσω
View word page
προσβλητός
added, affixed

ShortDef

added, affixed

Debugging

Headword:
προσβλητός
Headword (normalized):
προσβλητός
Headword (normalized/stripped):
προσβλητος
IDX:
75003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75004
Key:

Data

{'content': 'added, affixed'}