Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
προσβόρειος
View word page
πρόσβλεψις
looking at

ShortDef

looking at

Debugging

Headword:
πρόσβλεψις
Headword (normalized):
πρόσβλεψις
Headword (normalized/stripped):
προσβλεψις
IDX:
75000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75001
Key:

Data

{'content': 'looking at'}