Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
προσβολή
View word page
προσβλέπω
to look at
ShortDef
to look at
Debugging
Headword:
προσβλέπω
Headword (normalized):
προσβλέπω
Headword (normalized/stripped):
προσβλεπω
IDX:
74999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75000
Key:
Data
{'content': 'to look at'}