Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
προσβοηθέω
View word page
προσβλεπτέος
to be looked upon

ShortDef

to be looked upon

Debugging

Headword:
προσβλεπτέος
Headword (normalized):
προσβλεπτέος
Headword (normalized/stripped):
προσβλεπτεος
IDX:
74998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74999
Key:

Data

{'content': 'to be looked upon'}