Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
προσβοήθεια
View word page
προσβλασφημέω
abuse, insult besides

ShortDef

abuse, insult besides

Debugging

Headword:
προσβλασφημέω
Headword (normalized):
προσβλασφημέω
Headword (normalized/stripped):
προσβλασφημεω
IDX:
74997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74998
Key:

Data

{'content': 'abuse, insult besides'}