Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
προσβοάω
View word page
προσβλάπτω
hurt, harm besides

ShortDef

hurt, harm besides

Debugging

Headword:
προσβλάπτω
Headword (normalized):
προσβλάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσβλαπτω
IDX:
74996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74997
Key:

Data

{'content': 'hurt, harm besides'}