Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
προσβοάομαι
View word page
προσβλαβής
hurtful

ShortDef

hurtful

Debugging

Headword:
προσβλαβής
Headword (normalized):
προσβλαβής
Headword (normalized/stripped):
προσβλαβης
IDX:
74995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74996
Key:

Data

{'content': 'hurtful'}