Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
προσβλύζω
View word page
προσβιόω
to live longer

ShortDef

to live longer

Debugging

Headword:
προσβιόω
Headword (normalized):
προσβιόω
Headword (normalized/stripped):
προσβιοω
IDX:
74994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74995
Key:

Data

{'content': 'to live longer'}