Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
προσβλητός
View word page
προσβιβάζω
to make to approach, bring nearer

ShortDef

to make to approach, bring nearer

Debugging

Headword:
προσβιβάζω
Headword (normalized):
προσβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
προσβιβαζω
IDX:
74993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74994
Key:

Data

{'content': 'to make to approach, bring nearer'}