Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
προσβλητέον
View word page
προσβιαστέον
one must constrain

ShortDef

one must constrain

Debugging

Headword:
προσβιαστέον
Headword (normalized):
προσβιαστέον
Headword (normalized/stripped):
προσβιαστεον
IDX:
74992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74993
Key:

Data

{'content': 'one must constrain'}