Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
πρόσβλησις
View word page
προσβιασμός
forcing, straining

ShortDef

forcing, straining

Debugging

Headword:
προσβιασμός
Headword (normalized):
προσβιασμός
Headword (normalized/stripped):
προσβιασμος
IDX:
74991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74992
Key:

Data

{'content': 'forcing, straining'}