Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
προσβλέπω
πρόσβλεψις
View word page
προσβιάζομαι
to compel, constrain

ShortDef

to compel, constrain

Debugging

Headword:
προσβιάζομαι
Headword (normalized):
προσβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσβιαζομαι
IDX:
74990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74991
Key:

Data

{'content': 'to compel, constrain'}