Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
προσβλεπτέος
View word page
προσβατός
accessible

ShortDef

accessible

Debugging

Headword:
προσβατός
Headword (normalized):
προσβατός
Headword (normalized/stripped):
προσβατος
IDX:
74988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74989
Key:

Data

{'content': 'accessible'}