Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
προσβλασφημέω
View word page
πρόσβασις
a means of approach, access

ShortDef

a means of approach, access

Debugging

Headword:
πρόσβασις
Headword (normalized):
πρόσβασις
Headword (normalized/stripped):
προσβασις
IDX:
74987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74988
Key:

Data

{'content': 'a means of approach, access'}