Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
προσβλαβής
προσβλάπτω
View word page
προσβασανίζω
torture besides

ShortDef

torture besides

Debugging

Headword:
προσβασανίζω
Headword (normalized):
προσβασανίζω
Headword (normalized/stripped):
προσβασανιζω
IDX:
74986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74987
Key:

Data

{'content': 'torture besides'}