Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
προσβιβάζω
προσβιόω
View word page
προσβάλλω
to strike
ShortDef
to strike
Debugging
Headword:
προσβάλλω
Headword (normalized):
προσβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσβαλλω
IDX:
74984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74985
Key:
Data
{'content': 'to strike'}