Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
προσβιαστέον
View word page
προσβαίνω
to step upon

ShortDef

to step upon

Debugging

Headword:
προσβαίνω
Headword (normalized):
προσβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσβαινω
IDX:
74982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74983
Key:

Data

{'content': 'to step upon'}