Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
προσβιασμός
View word page
προσβαθύνω
make still deeper

ShortDef

make still deeper

Debugging

Headword:
προσβαθύνω
Headword (normalized):
προσβαθύνω
Headword (normalized/stripped):
προσβαθυνω
IDX:
74981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74982
Key:

Data

{'content': 'make still deeper'}