Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
προσβιάζομαι
View word page
προσβαδίζω
approach

ShortDef

approach

Debugging

Headword:
προσβαδίζω
Headword (normalized):
προσβαδίζω
Headword (normalized/stripped):
προσβαδιζω
IDX:
74980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74981
Key:

Data

{'content': 'approach'}