Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
προσβατός
προσβεβαιόω
View word page
προσαφρίζω
foam beside

ShortDef

foam beside

Debugging

Headword:
προσαφρίζω
Headword (normalized):
προσαφρίζω
Headword (normalized/stripped):
προσαφριζω
IDX:
74979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74980
Key:

Data

{'content': 'foam beside'}