Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνήλατος
ἀνηλεγής
ἀνηλεής
ἀνηλέητος
ἀνήλειπτος
ἀνηλειψία
ἀνηλιάζω
ἀνήλικος
ἀνήλιος
ἀνηλιποκαιβλεπέλαιος
ἀνήλιπος
ἀνήλυσις
ἀνήλωτος
ἀνήμελκτος
ἀνήμερος
ἀνημερότης
ἀνημερόω
ἀνημέρωτος
ἀνήμυκτος
ἀνήνεμος
ἀνήνιος
View word page
ἀνήλιπος
unshod, barefoot

ShortDef

unshod, barefoot

Debugging

Headword:
ἀνήλιπος
Headword (normalized):
ἀνήλιπος
Headword (normalized/stripped):
ανηλιπος
IDX:
7497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7498
Key:

Data

{'content': 'unshod, barefoot'}