Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
πρόσβασις
View word page
προσαφοδεύω
void excrement at

ShortDef

void excrement at

Debugging

Headword:
προσαφοδεύω
Headword (normalized):
προσαφοδεύω
Headword (normalized/stripped):
προσαφοδευω
IDX:
74977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74978
Key:

Data

{'content': 'void excrement at'}