Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
προσβάρησις
προσβασανίζω
View word page
προσαφίστημι
to cause to revolt besides
ShortDef
to cause to revolt besides
Debugging
Headword:
προσαφίστημι
Headword (normalized):
προσαφίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσαφιστημι
IDX:
74976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74977
Key:
Data
{'content': 'to cause to revolt besides'}