Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
προσβακχεύω
προσβάλλω
View word page
προσαφίημι
let loose against

ShortDef

let loose against

Debugging

Headword:
προσαφίημι
Headword (normalized):
προσαφίημι
Headword (normalized/stripped):
προσαφιημι
IDX:
74974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74975
Key:

Data

{'content': 'let loose against'}