Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
προσαφρίζω
προσβαδίζω
προσβαθύνω
προσβαίνω
View word page
προσαφή
touching, handling

ShortDef

touching, handling

Debugging

Headword:
προσαφή
Headword (normalized):
προσαφή
Headword (normalized/stripped):
προσαφη
IDX:
74972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74973
Key:

Data

{'content': 'touching, handling'}