Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
προσαφοδεύω
προσαφορίζω
View word page
προσαυτέω
call to

ShortDef

call to

Debugging

Headword:
προσαυτέω
Headword (normalized):
προσαυτέω
Headword (normalized/stripped):
προσαυτεω
IDX:
74968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74969
Key:

Data

{'content': 'call to'}