Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
προσαφίστημι
View word page
προσαυξητής
giver of increase

ShortDef

giver of increase

Debugging

Headword:
προσαυξητής
Headword (normalized):
προσαυξητής
Headword (normalized/stripped):
προσαυξητης
IDX:
74966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74967
Key:

Data

{'content': 'giver of increase'}