Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
προσαφικνέομαι
View word page
προσαύξησις
additional growth

ShortDef

additional growth

Debugging

Headword:
προσαύξησις
Headword (normalized):
προσαύξησις
Headword (normalized/stripped):
προσαυξησις
IDX:
74965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74966
Key:

Data

{'content': 'additional growth'}