Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
προσαφή
προσαφής
προσαφίημι
View word page
προσαυξάνω
increase, enhance, promote

ShortDef

increase, enhance, promote

Debugging

Headword:
προσαυξάνω
Headword (normalized):
προσαυξάνω
Headword (normalized/stripped):
προσαυξανω
IDX:
74964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74965
Key:

Data

{'content': 'increase, enhance, promote'}