Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσάσσω
προσαστεΐζομαι
προσαστράπτω
προσασφαλίζομαι
προσασχολέομαι
προσατιμόομαι
προσαυαίνομαι
προσαυγάζω
προσαύγασις
προσαυδάω
προσαύλειος
προσαυλέω
προσαύλησις
προσαυξάνω
προσαύξησις
προσαυξητής
προσαυρίζω
προσαυτέω
προσαυτουργέω
προσαύω
προσαφαιρέω
View word page
προσαύλειος
near a farm-yard, rustic

ShortDef

near a farm-yard, rustic

Debugging

Headword:
προσαύλειος
Headword (normalized):
προσαύλειος
Headword (normalized/stripped):
προσαυλειος
IDX:
74961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-74962
Key:

Data

{'content': 'near a farm-yard, rustic'}